Παύλα

Συντακτικό σημείο στίξης. Χρησιμοποιείται συνήθως: [α] Για τη δήλωση αλλαγής προσώπου στον διάλογο (π.χ. «— Δε θέλω να φύγεις, είπε κλαίγοντας»). [β] (Ενωτικό) Για την ένωση λέξεων σε φράση (π.χ. «πόλη – κράτος»), στη διάζευξη (π.χ. «δυο-τρεις φορές») και τον συλλαβισμό μιας λέξης στο τέλος της γραμμής. [γ] Δύο φορές (διπλή παύλα) για μια ξαφνική αλλαγή κατεύθυνσης στον λόγο (π.χ. «Η κλιματική αλλαγή -όσο και να την αρνούμαστε- απειλεί το μέλλον της ανθρωπότητας») ή την απομόνωση μιας λέξης/ φράσης από την υπόλοιπη πρόταση που θα μπορούσε (σε αντίθεση με την παρενθετική χρήση του κόμματος, αλλά περισσότερο από την παρένθεση) να παραλειφθεί χωρίς σημαντική απώλεια του νοήματος.