Ο πολιτικός λόγος (political discourse) είναι το σύνολο των κειμένων που παράγονται σε πολιτικά περιβάλλοντα (ομιλίες, συνεντεύξεις, τηλεμαχίες, θεσμικά κείμενα κτλ.) και των στρατηγικών που χρησιμοποιούνται από τους ομιλητές για την απόκτηση και τη διατήρηση της εξουσίας. Κατ’ επέκταση, είναι ο λόγος που σχετίζεται με τις κοινές υποθέσεις (οικονομία, δίκαιο, πρόνοια κτλ.) και τη διαχείρισή τους (εκλογές, δημοψηφίσματα κτλ.). Ο πολιτικός λόγος είναι κατά κύριο λόγο κατευθυντικός: σκοπός του είναι να πείσει όχι μόνο για την ορθότητα μιας πολιτικής άποψης, αλλά και για την αναγκαιότητα να υποστηριχθεί. Για την επιτυχία του σκοπού αυτού ο ομιλητής έχει στη διάθεσή του δύο στρατηγικές: [α] Στρατηγική της πειθούς: Αποδεικτικός λόγος με τη χρήση λογικών επιχειρημάτων και αξιόπιστων τεκμηρίων για την απόδειξη της συνέπειας λόγων και έργων. [β] Στρατηγική του συνθήματος: Χρήση ρητορικών τρόπων για την ενίσχυση της αξιοπιστίας του ομιλητή, την αμφισβήτηση της αξιοπιστίας του αντιπάλου και τη συναισθηματική φόρτιση του ακροατηρίου (φόβος, άγχος, οργή, ενθουσιασμός, υπεροχή, αδικία κτλ.). Στο πλαίσιο αυτό καταφεύγει συχνά στην κινδυνολογία (= πρόκληση φόβου για επερχόμενους κίνδυνους, υπαρκτούς ή μη), την υποσχεσιολογία, τη μελλοντολογία, τον διδακτισμό κτλ. και στη δημιουργική χρήση της γλώσσας (επαναλήψεις, παραλληλισμοί, παρηχήσεις, ομοιοκαταληξίες, λογοπαίγνια, νεολογισμοί, υπερβολές, μεταφορές, ιδιωματισμοί, παροιμίες κτλ.).